- υπογένειο
- τομικρό γένι στο πιγούνι, μούσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπογένειος — α, ο / ὑπογένειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται στο κάτω μέρος τού πιγουνιού, υπογνάθιος («ὑπογένειοι τρίχες», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το υπογένειο(ν) μικρό γένι στην άκρη τού πιγουνιού μσν. το ουδ. ως ουσ. είδος κοσμήματος τής κεφαλής … Dictionary of Greek
μούσι — το ιού (λ. γαλλ.), μικρό γένι που αφήνουν οι άντρες στο σαγόνι, το υπογένειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)